bożek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
bożek (pl) < υποκοριστικό του pl bóg (pl)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bożek (pl)
- υποκοριστικό του θεός, ο θεούλης
bożek (pl) < υποκοριστικό του pl bóg (pl)
bożek (pl)