boast
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
boast | boasts |
boast (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | boast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | boasts |
αόριστος | boasted |
παθητική μετοχή | boasted |
ενεργητική μετοχή | boasting |
boast (en)