bod
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σκωτικά γαελικά
(gd)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
bod
(gd)
πούτσα
Κατηγορίες
:
Σκωτική γαελική γλώσσα
Ουσιαστικά (σκωτικά γαελικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Brezhoneg
Čeština
Cymraeg
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Français
Gaeilge
Hrvatski
Magyar
Ido
Italiano
日本語
Jawa
한국어
Kurdî
Limburgs
Lietuvių
Malagasy
Nederlands
Norsk
Polski
Português
Română
Русский
Srpskohrvatski / српскохрватски
Svenska
தமிழ்
Türkçe
Oʻzbekcha / ўзбекча
Tiếng Việt
Volapük
中文