bodrum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Bodrum

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bodrum < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική پودروم (bodrum, podrum) < μεσαιωνική ελληνική ὑπόδρομος και δείτε το λήμμα μπουντρούμι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bodrum (tr) (πληθυντικός: bodrumlar)