bog down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | bog down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bogs down |
αόριστος | bogged down |
παθητική μετοχή | bogged down |
ενεργητική μετοχή | bogging down |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
bog down (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)
- βαλτώνω, κάνω κάτι να πάθει καθίζηση σε λάσπη ή βρεγμένο έδαφος
- ↪ The car was bogged down in the mud.
- Το αυτοκίνητο βάλτωσε στη λάσπη.
- ↪ The car was bogged down in the mud.
- κολλάω, τελματώνω, βαλτώνω, εμποδίζω κάποιον να κάνει πρόοδο σε μια δραστηριότητα
- ↪ Don’t get bogged down by the details!
- Μην κολλάς σε λεπτομέρειες!
- ↪ The negotiations got bogged down.
- Οι διαπραγματεύσεις τελμάτωσαν/βάλτωσαν.
- ↪ Don’t get bogged down by the details!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- bog down - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 155, 460, 873. ISBN 9780194325684., λήμμα: βαλτώνω, κολλώ, τελματώνω