bogus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός bogus
συγκριτικός more bogus
υπερθετικός most bogus

Επίθετο

[επεξεργασία]

bogus (en)

  • ψεύτικος, που προσποιείται ότι είναι αληθινό ή πραγματικό
    ⮡  These coins are bogus and don’t have any value.
    Αυτά τα νομίσματα είναι ψεύτικα και δεν έχουν καμία αξία.
    ⮡  He presented bogus documents to support his application.
    Παρουσίασε ψεύτικα έγγραφα για να υποστηρίξει την αίτησή του.
    ⮡  The politician’s bogus promises did not convince the people.
    Οι ψεύτικες υποσχέσεις του πολιτικού δεν έπεισαν τον λαό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fake