bogus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | bogus |
συγκριτικός | more bogus |
υπερθετικός | most bogus |
Επίθετο
[επεξεργασία]bogus (en)
- ψεύτικος, που προσποιείται ότι είναι αληθινό ή πραγματικό
- ⮡ These coins are bogus and don’t have any value.
- Αυτά τα νομίσματα είναι ψεύτικα και δεν έχουν καμία αξία.
- ⮡ He presented bogus documents to support his application.
- Παρουσίασε ψεύτικα έγγραφα για να υποστηρίξει την αίτησή του.
- ⮡ The politician’s bogus promises did not convince the people.
- Οι ψεύτικες υποσχέσεις του πολιτικού δεν έπεισαν τον λαό.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fake
- ⮡ These coins are bogus and don’t have any value.