Μετάβαση στο περιεχόμενο

boh

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
boh < (κληρονομημένο) πρωτοσλαβική *bogъ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɔx/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boh (sk) αρσενικό έμψυχο

  • και δεύτερος τύπος δοτικής και τοπικής ενικού bohovi αντί για bohu

Παράγωγα

[επεξεργασία]