bohème
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bohème | bohèmes |
bohème (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μποέμ
- (μόνο αρσενικό) γυαλί που φτιάχνεται στη Βοημία από τον 16ο αιώνα
- ce vase est en bohème - αυτό το βάζο είναι από bohème
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bohème | bohèmes |
bohème (fr) αρσενικό ή θηλυκό