bohème

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bohème bohèmes

bohème (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μποέμ
     συνώνυμα: artiste, fantaisiste, sans-souci
  2. (μόνο αρσενικό) γυαλί που φτιάχνεται στη Βοημία από τον 16ο αιώνα
    ce vase est en bohème - αυτό το βάζο είναι από bohème

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bohème bohèmes

bohème (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μποέμ
     συνώνυμα: artiste, fantaisiste, sans-souci