Μετάβαση στο περιεχόμενο

boilerplate

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
boilerplate < boiler + plate

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
boilerplate boilerplates

boilerplate (en)

  1. στερεότυπο κείμενο, τυποποιημένο κείμενο
  2. κείμενο φόρμας (έτοιμη αίτηση ή έγγραφο με στερεότυπες εκφράσεις)
  3. (μηχανολογία) έλασμα λέβητα, φύλλο χαλκού ή χάλυβα που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ενός λέβητα
  4. (πληροφορική) συνώνυμο του boilerplate code

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • boilerplate στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια