boitement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
boitement | boitements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
boitement (fr) αρσενικό
- το κούτσαμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη boiter