bollard
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bollard | bollards |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bollard (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη écluse
ενικός | πληθυντικός |
bollard | bollards |
bollard (fr) αρσενικό