bollard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bollard bollards

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bollard (fr) αρσενικό

bollard: μια δέστρα.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη écluse