bolognese
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌbɒləˈneɪz/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bolognese (en)
- (γαστρονομία) η μπολονέζ
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bolognese | bolognesi |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bo.loɲˈɲe.ze/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bolognese (it) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο[επεξεργασία]
bolognese (it)
- ο σχετικός με τη Μπολόνια ή τους κατοίκους της
- (γαστρονομία) μπολονέζ
Πηγές[επεξεργασία]
- bolognese - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Γαστρονομία (αγγλικά)
- Λέξεις με επίθημα -ese (ιταλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Πατριδωνυμικά (ιταλικά)
- Επίθετα (ιταλικά)
- Γαστρονομία (ιταλικά)