bombardier
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bombardier | bombardiers |
bombardier (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bombardier | bombardiers |
bombardier (fr) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) το βομβαρδιστικό αεροπλάνο