bombo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bombo | bomboj |
αιτιατική | bombon | bombojn |
bombo (eo)
- η βόμβα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bombo | bomboj |
αιτιατική | bombon | bombojn |
bombo (eo)