bono
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bono | bonoj |
αιτιατική | bonon | bonojn |
bono (eo)
- το καλό, η χρησιμότητα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bono | bonoj |
αιτιατική | bonon | bonojn |
bono (eo)