boost
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
boost | boosts |
boost (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | boost |
γ΄ ενικό ενεστώτα | boosts |
αόριστος | boosted |
παθητική μετοχή | boosted |
ενεργητική μετοχή | boosting |
boost (en)
- ενισχύω, αυξάνω, ανεβάζω, κάνω κάτι να αυξηθεί, ή να γίνει καλύτερος ή πιο επιτυχημένος
- σπρώχνω-ωθώ προς τα πάνω (πχ κάποιον που προσπαθεί να σκαρφαλώσει)
- ⮡ The brother boosted his sister out of the water.
- Ο αδελφός έσπρωξε την αδελφή του έξω από το νερό.
- ⮡ The brother boosted his sister out of the water.