Μετάβαση στο περιεχόμενο

boost

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
boost boosts

boost (en)

  1. η ενίσχυση, η ώθηση, κάτι που βοηθά ή ενθαρρύνει κάποιον ή κάτι
      a boost to my morale - ενίσχυση του ηθικού μου
      The advertising gave a boost to our sales.
    Η διαφήμιση έδωσε ώθηση στις πωλήσεις μας.
  2. η ενίσχυση, η αύξηση
      The boost in the public’s purchasing power will increase consumption.
    Η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης του κοινού, θα αυξήσει την κατανάλωση.
      a boost in production - αύξηση της παραγωγής
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη increase
  3. το σπρώξιμο προς τα πάνω
ενεστώτας boost
γ΄ ενικό ενεστώτα boosts
αόριστος boosted
παθητική μετοχή boosted
ενεργητική μετοχή boosting

boost (en)

  1. ενισχύω, αυξάνω, ανεβάζω, κάνω κάτι να αυξηθεί, ή να γίνει καλύτερος ή πιο επιτυχημένος
      This success boosted my morale.
    Αυτή η επιτυχία ενίσχυσε το ηθικό μου.
      We’re boosting wages.
    Αυξάνουμε τους μισθούς.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη increase
  2. σπρώχνω-ωθώ προς τα πάνω (πχ κάποιον που προσπαθεί να σκαρφαλώσει)
      The brother boosted his sister out of the water.
    Ο αδελφός έσπρωξε την αδελφή του έξω από το νερό.

Συγγενικά

[επεξεργασία]