Μετάβαση στο περιεχόμενο

bordello

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bordello bordellos / bordelloes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bordello < (άμεσο δάνειο) ιταλική bordello < παλαιά γαλλική bordel < μεσαιωνική λατινική bordellum < < απώτατης προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή. Συγκρίνετε με το brothel.  δείτε περισσότερα στο ιταλικό bordello

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bordello (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bordello < παλαιά γαλλική bordel < μεσαιωνική λατινική bordellum, υποκοριστικό του borda (καλύβα) < φραγκική *bord (σανίδα) < πρωτογερμανική *burdą (σανίδα, τάβλα, τραπέζι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer-
Συγγενή: βενετική bordelo
ΑΠΟΓΟΝΟΙ:  δείτε τη λέξη bordellum

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bordello (it) αρσενικό πληθυντικός: bordelli