bored
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | bored |
συγκριτικός | more bored |
υπερθετικός | most bored |
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
bored (en)
- βαριεστημένος, βαριέμαι
- ↪ When I was young, I used to get bored very easily.
- Όταν ήμουν νέος, βαριόμουν πολύ εύκολα.
- ↪ When I was young, I used to get bored very easily.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
bored (en)