Μετάβαση στο περιεχόμενο

boredom

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
boredom < bore + -dom

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boredom (en) (μη μετρήσιμο)

  • η βαρεμάρα, η πλήξη, η ανία
      My work at the office is perpetual boredom.
    Η δουλειά μου στο γραφείο είναι διαρκής πλήξη.
      I often feel unbearable boredom.
    Συχνά αισθάνομαι αφόρητη ανία.
      Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry worker.
    Η συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ανία στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων.