boring

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός boring
συγκριτικός more boring
υπερθετικός most boring

boring (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boring (en)

  1. όρυγμα, τρύπα
  2. θραύσμα ή κομματάκι που προκύπτει όταν ανοίγουμε μια τρύπα

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

boring (en)