borough
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
borough | boroughs |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
borough (en)
- μια πόλη ή τμήμα μιας πόλης που έχει τη δική της τοπική κυβέρνηση
- προάστιο, διαμέρισμα πόλης
- (ΗΠΑ) δήμος, κοινότητα