Μετάβαση στο περιεχόμενο

bortsch

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bortsch bortschs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bortsch (fr) αρσενικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]