bossu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bossu | bossus |
θηλυκό | bossue | bossues |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bossu < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική boçu.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε boss(e) + -u
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
bossu (fr)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ετυμολογία - bossu - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé