botelo
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο
(eo)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
botelo
<
botel
+
-o
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
botelo
(eo)
μπουκάλι
Κατηγορίες
:
Γλώσσα εσπεράντο
Ουσιαστικά (εσπεράντο)
Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Català
Deutsch
English
Español
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Galego
Magyar
Ido
Кыргызча
Malagasy
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Русский
Sängö
Gagana Samoa
Svenska
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
中文