Μετάβαση στο περιεχόμενο

bouée

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bouée bouées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bouée (fr) θηλυκό

  1. το σωσίβιο
  2. η σημαδούρα