bouclier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bouclier | boucliers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bouclier (fr) αρσενικό
- η ασπίδα
ενικός | πληθυντικός |
bouclier | boucliers |
bouclier (fr) αρσενικό