Μετάβαση στο περιεχόμενο

boudin

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
boudin boudins

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boudin (fr) αρσενικό

  1. (αργκό) χοντρή γυναίκα
  2. (αργκό) άσχημη γυναίκα