bouffissage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bouffissage < bouffir
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bouffissage | bouffissages |
bouffissage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
bouffissage | bouffissages |
bouffissage (fr) αρσενικό