boulaie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- boulaie < bouleau
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| boulaie | boulaies |
boulaie (fr) θηλυκό
| ενικός | πληθυντικός |
| boulaie | boulaies |
boulaie (fr) θηλυκό