Μετάβαση στο περιεχόμενο

boulaie

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
boulaie < bouleau

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
boulaie boulaies

boulaie (fr) θηλυκό