bouledogue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bouledogue | bouledogues |
bouledogue (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το μπουλντόγκ