boulette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- boulette < boule
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
boulette | boulettes |
boulette (fr) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- faire une boulette: κάνω χαζομάρα