Μετάβαση στο περιεχόμενο

boulette

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
boulette < boule

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
boulette boulettes

boulette (fr) θηλυκό

  1. μπαλίτσα
  2. (γαστρονομία) μπαλίτσα
  3. (μεταφορικά) (οικείο) χαζομάρα, βλακεία

Εκφράσεις

[επεξεργασία]