bourgeois
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bourgeois | bourgeois |
bourgeois (fr)
- (ιστορία) κάτοικος μιας πόλης
- μπουρζουάς