bourse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bourse < δημώδης λατινική bursa (δέρμα)

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bourse bourses

bourse (fr) θηλυκό

  1. το πορτοφόλι, το πουγκί, το βαλάντιο,το πουγγί
  2. (μετονυμία) το χρήμα
  3. η υποτροφία

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bourse < ίσως από το όνομα ενός ξενοδοχείου της οικογένειας Van der Burse, στην πόλη Brugge

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bourse bourses

bourse (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]