boursier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | boursier | boursiers |
θηλυκό | boursière | boursières |
boursier (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
boursier (fr) αρσενικό