bovidaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bovidaĵo | bovidaĵoj |
αιτιατική | bovidaĵon | bovidaĵojn |
bovidaĵo (eo)
- (θηλαστικό ζώο) το μοσχάρι