boxeador
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
boxeador | boxeadores |
boxeador (pt) αρσενικό
- ο μποξέρ
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
boxeador | boxeadores |
boxeador (pt) αρσενικό