boycott
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]boycott (fr) αρσενικό
- το μποϊκοτάζ
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]boycott (en)
- το μποϊκοτάζ
boycott (fr) αρσενικό
boycott (en)