braccetto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- braccetto < bracc(io) + υποκοριστικό επίθημα -etto
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
braccetto (it) αρσενικό
- υποκοριστικό, στην έκφραση a braccetto (αλαμπρατσέτα)