brace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- brace < παλαιά γαλλική brace < λατινική bracchia < bracchium < αρχαία ελληνική βραχίων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
brace (en)
- στήριγμα για κάποιο σημείο του σώματος, νάρθηκας
- I have to wear a back brace for the next six months.
- Πρέπει να φορέσω νάρθηκα οσφύος για τους επόμενους έξι μήνες.
- μεταλλικό ή ξύλινο στέλεχος για την στήριξη ή σταθεροποίηση κατασκευής, στήριγμα
- The shelves have a brace in the back for stabilization.
- Τα ράφια έχουν στήριγμα από πίσω για στερέωση.
- (τυπογραφία, μαθηματικά, προγραμματισμός) άγκιστρο, το σύμβολο { (αριστερό) ή και το } (δεξιό). Στον πληθυντικό, βλέπε braces
- ≈ συνώνυμα: curly brace, curly bracket
- υπερώνυμα: bracket
- δείτε επίσης: curly brackets στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
brace (en)
- προετοιμάζομαι για κάτι που αναμένεται να με ταράξει
- στηρίζω κάτι για να σταθεροποιηθεί
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
brace στην αγγλική Βικιπαίδεια