Μετάβαση στο περιεχόμενο

braconnage

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
braconnage < braconner + -age

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
braconnage braconnages

braconnage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]