braconnage
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
braconnage | braconnages |
braconnage (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη braconner