braconnier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | braconnier | braconniers |
θηλυκό | braconnière | braconnières |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
braconnier (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη braconner