Μετάβαση στο περιεχόμενο

braillement

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
braillement < brailler

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bʁɑj.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
braillement braillements

braillement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]