brak miesiączki
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- brak miesiączki < brak (έλλειψη) + miesiączki (εμμηνόρροιας)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
brak miesiączki (pl)
brak miesiączki (pl)