brak miesiączki

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

brak miesiączki < brak (έλλειψη) + miesiączki (εμμηνόρροιας)

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

brak miesiączki (pl)