branchial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | branchial | branchiaux |
θηλυκό | branchiale | branchiales |
Επίθετο[επεξεργασία]
branchial (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | branchial | branchiaux |
θηλυκό | branchiale | branchiales |
branchial (fr)