braquage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
braquage | braquages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
braquage (fr) αρσενικό
- η ένοπλη ληστεία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη braquer