braquemart

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

braquemart < ολλανδική breecmes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
braquemart braquemarts

braquemart (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) (ιστορία) δίκοπο σπαθί του 14ου και 15 αιώνα
  2. (οικείο) το πέος