break down

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας break down
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks down
αόριστος broke down
παθητική μετοχή broken down
ενεργητική μετοχή breaking down

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bɹeɪk daʊn/

Ρήμα[επεξεργασία]

break down (en) → δείτε τις λέξεις break και down

  1. (για μηχανήματα) χαλάω
    the car broke down - χάλασε το αυτοκίνητο
  2. (για σχέσεις) αποτυγχάνω
  3. δεν μπορώ να ελέγξω την εκδήλωση των συναισθημάτων μου