break down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | break down |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks down |
αόριστος | broke down |
παθητική μετοχή | broken down |
ενεργητική μετοχή | breaking down |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bɹeɪk daʊn/
Ρήμα[επεξεργασία]
break down (en)
- (για μηχανήματα) χαλάω
- (για σχέσεις) αποτυγχάνω
- δεν μπορώ να ελέγξω την εκδήλωση των συναισθημάτων μου