break down

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας break down
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks down
αόριστος broke down
παθητική μετοχή broken down
ενεργητική μετοχή breaking down

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
break down < → δείτε τις λέξεις break και down

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɹeɪk daʊn/

break down (en)

  1. χαλάω, για μηχάνημα που σταματά να λειτουργεί λόγω προβλήματος
    The car broke down.
    Χάλασε το αυτοκίνητο.
    Damn moped, you broke down again!
    Καταραμένο μηχανάκι, πάλι χάλασες!
    The traffic jam was caused by a broken down garbage truck.
    Το μποτιλιάρισμα προκλήθηκε από ένα χαλασμένο απορριμματοφόρο.
  2. αποτυγχάνω, διακόπτομαι, συχνά για σχέσεις
    The disarmament talks broke down.
    Οι συνομιλίες για τον αφοπλισμό απότυχαν/διακόπηκαν.
  3. κλονίζομαι, γίνεται πολύ άσχημο
    His health broke down from overwork.
    Η υγεία του κλονίστηκε από υπερκόπωση.
    Her health broke down suddenly.
    Η υγεία της κατέρρευσε ξαφνικά.
  4. καταρρέω, δεν μπορώ να ελέγξω την εκδήλωση των συναισθημάτων μου
    She broke down when she heard the news of his death.
    Κατέρρευσε όταν άκουσε τα νέα του θανάτου του.
  5. γκρεμίζω κάτι χτυπώντας το δυνατά
    They broke down the door.
    Γκρέμισαν την πόρτα.
  6. συντρίβω, καταστρέφω κάτι ή το εξαφανίζω, ειδικά ένα συγκεκριμένο συναίσθημα ή στάση που έχει κάποιος
    They broke down all resistance.
    Συνέτριψαν κάθε αντίσταση.