break down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | break down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks down |
αόριστος | broke down |
παθητική μετοχή | broken down |
ενεργητική μετοχή | breaking down |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /bɹeɪk daʊn/
Ρήμα
[επεξεργασία]break down (en)
- χαλάω, για μηχάνημα που σταματά να λειτουργεί λόγω προβλήματος
- ↪ The car broke down.
- Χάλασε το αυτοκίνητο.
- ↪ Damn moped, you broke down again!
- Καταραμένο μηχανάκι, πάλι χάλασες!
- ↪ The traffic jam was caused by a broken down garbage truck.
- Το μποτιλιάρισμα προκλήθηκε από ένα χαλασμένο απορριμματοφόρο.
- ↪ The car broke down.
- αποτυγχάνω, διακόπτομαι, συχνά για σχέσεις
- ↪ The disarmament talks broke down.
- Οι συνομιλίες για τον αφοπλισμό απότυχαν/διακόπηκαν.
- ↪ The disarmament talks broke down.
- κλονίζομαι, γίνεται πολύ άσχημο
- ↪ His health broke down from overwork.
- Η υγεία του κλονίστηκε από υπερκόπωση.
- ↪ Her health broke down suddenly.
- Η υγεία της κατέρρευσε ξαφνικά.
- ↪ His health broke down from overwork.
- καταρρέω, δεν μπορώ να ελέγξω την εκδήλωση των συναισθημάτων μου
- ↪ She broke down when she heard the news of his death.
- Κατέρρευσε όταν άκουσε τα νέα του θανάτου του.
- ↪ She broke down when she heard the news of his death.
- γκρεμίζω κάτι χτυπώντας το δυνατά
- ↪ They broke down the door.
- Γκρέμισαν την πόρτα.
- ↪ They broke down the door.
- συντρίβω, καταστρέφω κάτι ή το εξαφανίζω, ειδικά ένα συγκεκριμένο συναίσθημα ή στάση που έχει κάποιος
- ↪ They broke down all resistance.
- Συνέτριψαν κάθε αντίσταση.
- ↪ They broke down all resistance.