break free
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | break free |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breaks free |
αόριστος | broke free |
παθητική μετοχή | broken free |
ενεργητική μετοχή | breaking free |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]break free (en)
- το σκάω
- ⮡ One of the tigers broke free. - Το 'σκασε μια από τις τίγρεις.
- ≈ συνώνυμα: break loose, → και δείτε τη λέξη flee
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκάζω