breaking news
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
breaking news (en) πληθυντικός
- γεγονότα εν εξελίξει (κυριολεκτικά), έκτακτες ειδήσεις (απόδοση στα ελληνικά)
Αναφορές[επεξεργασία]
- breaking news - Cambridge Dictionary.org