breed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | breed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breeds |
αόριστος | bred |
παθητική μετοχή | bred |
ενεργητική μετοχή | breeding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
breed (en)