breed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
breed | breeds |
breed (en)
- η ράτσα, ζωική ποικιλία με κοινά χαρακτηριστικά, ειδικά ένα είδος σκύλου, γάτας, αλόγου ή ζώου φάρμας
- ⮡ a dog breed/a breed of dogs - ράτσα σκυλιών
- ⮡ horse breeds - ράτσες αλόγου
- ⮡ a breed of cow - ράτσα αγελάδας
- ⮡ The creation of a new and improved breed is pursued with the application of zootechnical breeding methods.
- Με την εφαρμογή ζωοτεχνικών μεθόδων αναπαραγωγής επιδιώκεται η δημιουργία νέας βελτιωμένης ράτσας.
- (συνήθως ενικός) η ράτσα, ένας τύπος ανθρώπου
- ⮡ They are all of the same breed.
- Ίδια ράτσα είναι όλοι τους.
- ⮡ They are all of the same breed.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | breed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | breeds |
αόριστος | bred |
παθητική μετοχή | bred |
ενεργητική μετοχή | breeding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
breed (en)